- καταχρώννυμι
- καταχρώννυμι και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM)χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.)αρχ.παθ. καταχρώννυμαικηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ' αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + χρώννυμι «χρωματίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.